- συγκόρυφος
- συγκόρῠφ-ος, ον,A with the vertices joined,
κῶνοι Arist.Pr.912b18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κῶνοι Arist.Pr.912b18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκόρυφος — ον, Α αυτός τού οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κορυφος (< κορυφή)] … Dictionary of Greek
συγκόρυφοι — συγκόρυφος with the vertices joined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
συγκορυφώ — όω, ΜΑ [συγκόρυφος] συμπληρώνω αρχ. συνδέω δύο αντικείμενα από τις κορυφές τους … Dictionary of Greek